- ευβοσία
- εὐβοσία, ἡ (Α)1. η καλή βοσκή («ἡ χώρα ἔχει πολλὴν εὐβοσίαν», Αριστοτ.)2. αποδοτική καλλιέργεια3. καλή φυσική κατάσταση («εὐβοσία τοῡ σώματος», Αριστοτ.)4. αφθονία5. ως κύριο όν. Ευβοσίαθεότητα που λατρευόταν στη Μικρά Ασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βοσία (< βόσις «τροφή»), πρβλ. χηνο-βοσία].
Dictionary of Greek. 2013.